- ὡρηφόρος
- ὡρηφόρος, ον,A leading on the seasons, or bringing on the fruits in their season, epith. of Demeter, h.Cer.54, 192, 492, Orph.Fr.49.102.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὡρηφόρος — leading on the seasons masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωρηφόρος — ον, Α (ως προσωνυμία τής Δήμητρος) αυτός που φέρνει τις εποχές ή αυτός που φέρνει τους καρπούς κάθε εποχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα «εποχή» + φόρος*] … Dictionary of Greek
ὡρηφόρε — ὡρηφόρος leading on the seasons masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek